- οδύσσειος
- -α, -ο (ΑΜ ὀδύσσειος, -α, -ον, Α και ὀδύσειος και επικ. τ. ὀδυσήϊος και ὀδυσσήϊος, -α, -ον) [Οδυσσεύς]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Οδυσσέα («οδύσσειες περιπέτειες»)2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Οδύσσειαεπικό ποίημα τού Ομήρου το οποίο πραγματεύεται τις περιπλανήσεις τού Οδυσσέα μετά την άλωση τής Τροίας κατά την επιστροφή του στην Ιθάκηνεοελλ.(το θηλ. ως κύριο όν.) μτφ. α) αλλεπάλληλες ταλαιπωρίες και βάσαναβ) περιπλάνηση γεμάτη απρόοπταΙ| αρχ.1. το ουδ. ως ουσ. τo ὀδύσσειον ναός τού Οδυσσέως2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Ὀδύσσειααγώνες και εορτές προς τιμήν τού Οδυσσέως.
Dictionary of Greek. 2013.